Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

ΕΘΙΜΑ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΓΑΜΟΥ



ΕΘΙΜΑ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΓΑΜΟΥ

Ένα από τα κορυφαία γεγονότα της ζωής των Ποντίων ήταν ο γάμος. Το ιερό αυτό μυστήριο που επί τρεις ολόκληρες μέρες τους έδινε την ευκαιρία να μετριάσουν, με ασταμάτητο ξεφάντωμα, την έντονη καταπίεση, που δοκίμαζαν από τον Οθωμανό κατακτητή, τελούνταν με ιδιαίτερη προσοχή. Για τους Ποντίους θεωρούνταν προσβλητικότατο όχι μόνο να οδηγηθεί σε αποτυχία ένας γάμος, σπανιότατο ή και ανύπαρκτο φαινόμενο, αλλά και αυτός ακόμη ο αρραβώνας (σουμάδ’ ή σουμάδεμαν) να διαλυθεί, αφού κι αυτόν τον έλεγαν μισοστεφάνωμαν. Ο σπουδαιότερος, λοιπόν, αυτός σταθμός της ζωής ενός Ποντίου, οικοδομούνταν σχεδόν αποκλειστικά πάνω στην σκέψη για τη δημιουργία ενός υγειούς οικογενειακού πυρήνα (τζακί γούρεμαν), ευλογημένου από την εκκλησία, προσαρμοσμένου στην αυστηρή οικογενειακή και γενικά εθιμική παράδοση και ανεπηρέαστου από κάθε οικονομικό δελεασμό.
Την όλη φροντίδα για τη συγκρότηση ενός νέου νοικοκυριού μέσα στο παλιό, αφού ο πατριαρχισμός στον Πόντο διατηρούσε αναλλοίωτη τη μορφή του, την είχαν οι γονείς του νέου, χωρίς βέβαια ν’ αφήνει αδιάφορους κάτι τέτοιο και τους γονείς της νέας ή, σε περίπτωση που αυτή τους είχε στερηθεί, και τους συγγενείς της. Ο παιδάς (ο νέος) έπρεπε να υναικίζ’ (να παντρευτεί) λίγο μετά την εφηβεία του, όταν πια αντιμετώπιζε τα βιολογικά συμπτώματα αυτής της ηλικίας.
Όντας σε συνεχή παρακολούθηση από τους φορτωμένους με την ανάλογη εμπειρία γονείς του επαφιόταν στις δικές τους φροντίδες. Αλλά και το κορίτσ’ ή η κουτσή (η νέα) θα έπρεπε ν’ αντρίζ’ (να παντρευτεί) μόλις έβγαινε το τυχερό της. Ηλικία κατάλληλη για το νέο θεωρούνταν μετά το 16ο και μέχρι το 25ο έτος, ενώ για τη νέα μετά το 14ο μέχρι και το 20. Βέβαια, δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ήταν δυνατό να οδηγηθούν σε γάμο τόσο οι νέοι, όσο και οι νέες, σε ηλικίες μικρότερες από τις πιο πάνω.
Κατά κανόνα τα ζευγάρια ήταν συνήλικα, ενώ είχαμε και περιπτώσεις με τους νέους μεγαλύτερους κατά δύο ή και μέχρι πέντε χρόνια από τη νέα. Δεν έλειπαν και περιπτώσεις πολύ σπάνιες όμως, όπου ο νέος ήταν κατά δέκα ή και δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από τη νέα. Κάτι τέτοιο όμως δεν επιδοκιμαζόταν από την κοινή γνώμη, που το θεωρούσε αντικανονικό, αφύσικο και αταίριαστο.
Τέλος, δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η νέα ήταν μεγαλύτερη κατά δύο ή και μέχρι επτά και οκτώ χρόνια από το σύζυγό της. Οι λόγοι που οδηγούσαν τους γονείς σε κάτι τέτοιο οφείλονταν ή στην έλλειψη εργατικών χεριών, πρόβλημα που το έλυνε ένας δυσαρμονικός, λόγω ηλικίας, γάμος, ή στην αποφυγή στράτευσης του νέου, όταν αυτοί στρατεύονταν από το τουρκικό κράτος. Πάντως, ένας τέτοιος γάμος μοιραία είχε και τα βιολογικά του επακόλουθα. Δεν έλειπαν ασφαλώς και οι περιπτώσεις μη αποκατάστασης νέων, που οφείλονταν σε σοβαρές σωματικές ή διανοητικές αναπηρίες.
Στοιχεία ουσιαστικά που καθόριζαν μια πετυχημένη επιλογή και αποκατάσταση τόσο της νέας, όσο και του νέου ήταν:
α. Το οικογενειακό περιβάλλον, που είχε και ιδιαίτερη βαρύτητα.
β. Τα ειδικά σωματικά και ψυχικά προσόντα της νέας βάρυναν εξίσου στην επιλογή της εκ μέρους των γονέων του γαμπρού. Η εργατική, η εχέμυθη, η έξυπνη, η ομιλητική, η καλοσυνάτη, η μετρημένη, αλλά και η υγιής σωματικά συγκέντρωνε τις περισσότερες προτιμήσεις και
γ. Η ομορφιά και η σωματική συμμετρία της νέας, καθώς και τα πλούσια και μακριά μαλλιά της (Τα τσέμα τ’ς παχέα και μακρέα εχράζ’νε έναν κορίτσ’ κι άλλο = Οι πλεξούδες της παχιές και μακριές ισοδυναμούν μ’ ένα ακόμη κορίτσι). Αν και το ποιητικό εργαστήρι του ανώνυμου Πόντιου λαϊκού ποιητή παρήγαγε μεγάλο αριθμό διστίχων, όπου εξαίρεται το συναίσθημα της αγάπης κι ένας έντονος ερωτισμός αποτελεί τη θεματική τους, παρ’ όλα αυτά οι γάμοι από έρωτα ήταν σπανιότατο φαινόμενο. Η δομή της οικογένειας και γενικά η περιορισμένη έξοδος της γυναίκας, και ιδιαίτερα της νέας, δεν ενθαρρύνανε κάτι τέτοιο. Τον κυρίαρχο λόγο στην επιλογή της νύφης τον είχε η μητέρα του νέου. Στο στόχαστρό της έμπαινε κάθε νέα με προσόντα. Κι όταν πια ωρίμαζε η επιλογή, φρόντιζε να ενημερώσει και το σύζυγό της. Η αντίδραση του νέου (του γιου της) στην επιλογή της ήταν σχεδόν αδιανόητη.
Πριν από την οριστική επιλογή εξεταζόταν αν επιτρεπόταν να συναφθεί γάμος λόγω συγγένειας. Εδώ τηρούνταν πιστά οι εκκλησιαστικοί κανόνες. Αποφεύγανε ακόμη τη σύναψη γάμων μεταξύ νέων που βαπτίστηκαν από τον ίδιο νουνό. Και τούτο, γιατί τους θεωρούσαν πνευματικά αδέλφια. «Τα μωρά τ’ έπεσαν ‘ς έναν αγκάλεν ‘κι ρούζ’ νε τ’έναν τ’άλλο»(= δεν μπορούν να παντρευτούν δυο’ νέοι που βαφτιστήκανε από τον ίδιο νουνό). Συνήθη για την περίπτωση αυτή ήταν και τα ρήματα: «‘κι λαχών’ ή ‘κι ντονσεύ’». Ένα ακόμη ρήμα απέμενε για το ψαλάφεμαν. Και τούτο ήταν η βολιδοσκόπηση των γονέων της νέας, αν συναινούν στο γάμο της με τον υποψήφιο γαμπρό. Προηγούνταν δηλαδή η προξενεία ή το προξένεμαν που αποτελούσε έργο συνήθως συγγενών γυναικών ή γειτονισσών ή και της ίδιας της μέλλουσας πεθεράς ή και τέλος ανδρών.
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiB6W5HVjZUnmOE6q5Vi-heXtk5XsGAV46ZmuJ5uEIEEkyQswYC8iqEZJ9HMWSEBvA-ME7B5FFfCch9p9VdSumCwJia9xuW4PaLkmNzR5HVR8gpTXSiypozW_rcJKSUGxGca6lMPXr2Q3Y/s400/%2520%2520~1.JPG
Όσες αναλαμβάνανε το έργο της βολιδοσκόπησης ονομάζονταν προξενέτραι, ενώ, όταν το έργο τούτο το ασκούσε άνδρας ονομαζόταν προξενητής. Αφού και τούτο το ρήμα γινόταν με επιτυχία, σειρά είχε το ψαλάφεμαν. Χαρακτηριστικές της ενέργειας αυτής ήταν οι φράσεις: «πάω ‘ς σο ψαλάφεμαν» ή «έρχουμαι ‘ς σο ψαλάφεμαν» ή «στείλω ‘ς σο ψαλάφεμαν». Τις πιο πολλές φορές, τόσο το συγγενικό περιβάλλον της νέας, όσο και η ίδια, πληροφορούνταν ή διαισθάνονταν από κάποιες ενέργειες των συγγενών ή και του ίδιου του νέου για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Έτσι κάποιο Σαββατόβραδο ο κύρ’ κι η μάνα τη παιδά, συνοδευόμενοι από λίγους συγγενείς ξεγλιστρούσαν μέσα στη νύχτα με προορισμό το σπίτι της νέας. Επέγ’ναν δηλαδή ‘ς σον ψαλάφιον. Ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο να μη συγκατανεύσουν οι γονείς της νέας κατά την πρώτη επίσκεψη. Συνήθως η επίσκεψη δευτέρωνε ή και τρίτωνε. Δεν έλειπαν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου μία και μόνη επίσκεψη ήταν αρκετή για να δοθεί η συγκατάθεση. Και τούτο συνέβαινε, όταν ο γαμπρός δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε. Αν όμως δεν ήταν καθόλου αρεστός, τότε οι γονείς της νέας με τις ακόλουθες προτάσεις αποποιούνταν την πρόταση: «Το κορίτ’ν εμουν μικρόν έν’» ή «σειράν’κ’έχουμε» ή «‘κ’ έχουμεν καιρόν για χαράν».
Σε μερικές περιοχές του Πόντου ο γαμπρός κατά την πρώτη ζήτηση, και εφ’ όσον είχε θετική ανταπόκριση, πρόσφερε στους γονείς της νέας δώρα, θυμίζουν τα ομηρικά έεδνα ή έδνα. Αλλού ο πατέρας του γαμπρού πρόσφερε στους γονείς της νύφης, ύστερα από την υπόσχεσή τους ότι συμφωνούν με το γάμο, κάποιο χρηματικό ποσό, το σιτ χακού, δηλ. δικαίωμα γάλακτος, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην Ελλάδα των μυκηναϊκών χρόνων.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, όχι βέβαια και τόσο πειστική, το πιο πάνω χρηματικό ποσό αποτελούσε αποζημίωση προς τον πατέρα της νύφης, επειδή στερούνταν τις υπηρεσίες της. Αφού όλα πήγαιναν καλά, τότε εδίν’ναν κι επαίρναν λόγον. Η αντιπροσωπεία του γαμπρού έβγαζε στο τραπέζι τη ρακή της κι ακολουθούσαν προπόσεις συνοδευόμενες από τις ακόλουθες ευχές: «Δεξιά τα πάντα», «Ο Θεός να μην εντροπιάζ’», «με το καλόν καρδίαν».
Η επόμενη ενέργεια ήταν ο καθορισμός της ημέρας του αρραβώνα, τα σουμάδα που σαν τέτοια προτιμούνταν ή παραμονή κάποιας γιορτής ή και το Σαββατόβραδο. Στο σπίτι ο γαμπρός περίμενε με αγωνία το τελικό αποτέλεσμα.
Μια βδομάδα μετά το λογόπαρμαν, ακολουθούσε το σουμάδεμαν ή νισάν βερμέκ που γινόταν στο σπίτι της νέας. Οι γονείς του νέου, ο νέος, ο παπάς του χωριού και λίγοι κοντινοί συγγενείς συνοδευόμενοι από τους γλυκύτατους ήχους του θείου απολλώνιου δώρου και κρατώντας τα απαραίτητα δώρα, έφταναν στο σπίτι της νέας. Ο παπάς ευλογούσε τα δαχτυλίδια (σουμάδα) με τη συνοδεία των ακολούθων ευχών: «καλορρίζικο, άμποτε και εις τελείαν ευλόησιν», «ογουρλούα και γανταμπλήα», «καλορρίζικα και καλά τέλη» και αντευχών: «και ‘ς ση παιδίων εσουν», «‘ς σο κιφάλ’ν εσουν».
Στη συνέχεια προσφέρονταν από τους γονείς του νέου τα ακόλουθα δώρα στη νύφη: δαχτυλίδι, βραχιόλι, λετσέκ, σουμάδ που μπορούσε να είναι από ένα μετζίτ’ μέχρι μια χρυσή λίρα ή άλλα χρυσαφικά, ενώ στο γαμπρό: πουκάμισο, κάλτσες (πλουμιστά ορτάρα).
Σειρά τώρα είχε το γλέντι και το φαγοπότι που τα συνόδευαν χοροί και τραγούδια μέχρι το πρωί, ενώ η ευχή «ευλοημένα και ‘ς σα στέφανα ‘τουν ν’ αξιών μας ο Θεόν» αποτελούσε απαραίτητο καθήκον. Την ημέρα αυτή ορίζανε και τη διάρκεια του αρραβώνα που έφτανε το μήνα και κάποτε σπάνια βέβαια και το χρόνο. Για όλο αυτό το διάστημα η νέα απέφευγε να συναντήσει τα μέλλοντα πεθερικά της, ενώ η συνάντηση με το μέλλοντα σύζυγο γινόταν με την παρουσία συγγενικού προσώπου. Αν οι γονείς της νέας δεν είχαν ανθηρά οικονομικά, τότε δε γινόταν λόγος για αρραβώνα, αλλά οι δύο τελετές συμπυκνώνονταν σε μια, το λογόπαρμαν, αφού κατά την άποψή τους «σουμάδ’ έν’ ο λόγος».
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgaNnTYPdrbPeuL5u335GLbCsu_gv_Fp_5ax9OkOYrvQB_84T4gtXulApmL-3CSkzdFz3i4WQgrRh6OqcNth8LvC0mQQFqR74XODVbvSXbftocYYdNiiViSMoMkbJyE_t06j0x8IuyMGhA/s320/imagesCA1SIZDW.jpg
Απαραίτητη, κατά την τέλεση του αρραβώνα, ήταν και η παρουσία τη σουμαδοψώμ’ (ψωμί του αρραβώνα) που το έφερναν μαζί τους οι γονείς του νέου και μοιραζόταν σ’ όσους έπαιρναν μέρος στην τελετή. Ο νέος, από δω και πέρα μέχρι το γάμο ονομαζόταν νουσαλούς, ενώ η νέα νουσαλού. Αν και σπάνιο το φαινόμενο, όμως δεν έλειπε και η περίπτωση της διάλυσης του αρραβώνα. Βέβαια κάτι τέτοιο θεωρούνταν προκλητικότατο, ιδιαίτερα για την πλευρά που δεν επιδίωκε τη διάλυση. Στην περίπτωση αυτή, που ήταν γνωστή με τις φράσεις: «σύρω το σουμάδ’», «στείλω οπίσ’ το σουμάδ’» και «κλώθω το σουμάδ’», επιστρέφονταν τα δώρα που προσφέρθηκαν.
Κάποια στοιχεία της τελετής του αρραβώνα μας θυμίζουν την εγγύηση ή εγγύη της ελληνικής αρχαιότητας. Δεν έλειπε ασφαλώς και η παρέκκλιση από τα πιο πάνω. Δεν ήταν δηλαδή και εντελώς άγνωστα τα ειδυλλιακά επεισόδια της απαγωγής των κοριτσιών, τη κοριτσίων τα συρσίματα, που τις πιο πολλές φορές γίνονταν πριν από τα σουμάδα. Στις περιπτώσεις αυτές την πρωτοβουλία την είχε ο νέος με την έγκριση ή και την προτροπή των δικών του και με σύμφωνη γνώμη της νέας ή και χωρίς αυτήν. Οι απαγωγές, κυρίως, όταν γίνονταν χωρίς την έγκριση των γονιών, αλλά και χωρίς τη θέληση της νέας είχαν σαν συνέπεια τη σύγκρουση ανάμεσα στην παράταξη του απαγωγέα και της νέας.
Κάποτε κατέληγαν σε τραυματισμό ή και φόνο, ενώ τη διαφορά έλυνε το τοπικό δικαστήριο των δημογερόντων. Το μέρος της παράταξης της νέας έπαιρναν συνήθως και οι τουρκικές αρχές, διαθέτοντας τα όργανα της τάξης. Τελικά πρυτάνευε η λογική και τα συμπεθέρια ξεχνούσαν τη δραστηριότητά τους.
Το ρόλο του κουμπάρου τον αναλάμβανε ο πρωτότοκος γιος ή άλλος γιος του νουνού του νέου, και σε έλλειψή του, φίλος ή συγγενής. Αυτός ήταν υποχρεωμένος να φροντίσει για την έκδοση της άδειας του γάμου, εβγάλ’ νεν το συνεκέσιον. Η έκδοση γινόταν ύστερα από αυστηρό έλεγχο για την αποφυγή σύναψης γάμου μεταξύ συγγενών. Μέχρι και τον έκτο βαθμό συγγένειας δεν επιτρεπόταν ο γάμος. Από κει και πέρα ατονούσε η συγγένεια κι ο γάμος ήταν επιτρεπτός. Ελέγχανε ακόμη και την πνευματική συγγένεια, δηλαδή αποφεύγανε τους γάμους ανάμεσα σε νέους που ήταν βαφτιστικά ή τσιράχα του ίδιου δεξάμενου ή δεξαμέντζας.
Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο φρόντιζαν οι μεν άντρες να βαφτίζουν αγόρια, ενώ οι γυναίκες κορίτσια. Μια εβδομάδα πριν από το γάμο, η δεξαμέντζα της νέας την καλούσε μαζί μ’ έναν μικρό αριθμό φιλενάδων της στο σπίτι της κι εκεί με τους ήχους της λύρας ή του ντεφιού τη σινίαζαν, δηλ. της βάφανε τα νύχια και τα μαλλιά με τη σινέα, που ήταν πολτώδης βαφή. Στη συνέχεια η νουνά της δώριζε ζουπούνα ή κάποιο άλλο ρούχο, οπότε και επέστρεψε στο σπίτι της. Φτάναμε πια στην παραμονή της ημέρας τέλεσης του γάμου, που ήταν και η ημέρα της πρόσκλησης των συγχωριανών, το λάλεμαν, όπως το έλεγαν. Τόσο οι γονείς του γαμπρού, ντιγούν σααπήδες, όσο και της νύφης, καλούσαν ο καθένας για λογαριασμό του, στο γάμο των παιδιών τους, τους συγγενείς και τους φίλους του χωριού, αλλά και από γειτονικά χωριά τους γνωστούς, ελάλ’ ναν δηλ. ‘ς ση χαράν.
Το λάλεμαν γινόταν μ’ ένα κερί παρασκευασμένο από αγνό κερί μέλισσας. Το κερί αυτό το μοίραζαν συνήθως παιδιά, κερνώντας παράλληλα ρακή και λέγοντας: «Ελάτεν την Κερεκήν ‘ς σο γάμον Τη...». Κι οι προσκαλούμενοι τους έδιναν χρήματα. Η πρόσκληση του δεσπότη, του παπά και των δημογερόντων γινόταν με λαμπάδα.
Παλιά το προσκλητήριο κερί ήταν βαμμένο με κόκκινο χρώμα στη βάση του και το λέγανε κοκκινόκωλον κερίν. Στην ύπαρξη τέτοιων κεριών οφείλουν τη γέννησή τους και οι παροιμίες: «Ατός πα’ κοκκινόκωλον κερίν μη εθέλ’ νεν να έρ’ ται;», «εθαρρείς με το κοκκινόκωλον κερίν ελάλεσαν κι ατόν». Η πρώτη λεγόταν για τον ακατάδεχτο ή απρόθυμο, που είχε υποχρέωση να παρουσιαστεί κάπου και χωρίς πρόσκληση, ενώ η δεύτερη για τον ανεπιθύμητο, απρόσκλητο και φορτικό επισκέπτη.
Η πρόσκληση του κουμπάρου από το γαμπρό γινόταν στην περιοχή της Χαλδίας με ιδιαίτερη επισημότητα. Ο γαμπρός, συνοδευόμενος από φίλους του, προσέφερε στον κουμπάρο ως δώρο ένα κριάρι που του είχαν χρυσώσει τα κέρατα. Ο κουμπάρος τους περίμενε στην πόρτα του σπιτιού και τους πρόσφερε ψητή κότα και φούστορον.
Τα γαμπρολάλα ή γαμπροκαλέσματα ήταν όρος απαράβατος σ’ όλον τον Πόντο να μην επισκέπτεται ο μνηστήρας το σπίτι των πεθερικών του απρόσκλητος. Έτσι οι γονείς της νέας, μια ή δύο εβδομάδες μετά τον αρραβώνα, καλούσαν το γαμπρό, τους συμπεθέρους και τους κοντινούς συγγενείς τους σε τραπέζι. Μετά το φαγητό προσφέρανε όλοι οι καλεσμένοι δώρα στη νύφη, όπως δαχτυλίδι, σταυρό, φλουριά κ.ά. Αφού τέλειωνε το γλέντι, έφευγαν όλοι οι καλεσμένοι εκτός από το γαμπρό, που διανυκτέρευε στο σπίτι της νέας.
Με την παρουσία της μάνας, ο γαμπρός χάριζε στη μέλλουσα γυναίκα του χρυσό σταυρό ή πεντόλιρο και αντάλλασε μαζί της ασπασμό και το μαντήλι του, εκμεταλλευόμενος ολιγόλεπτη σκόπιμη απουσία της πεθεράς. Η προσφορά αυτή του δώρου φέρνει στο νου μας τα μνήστρα των αρχαίων. Στο τραπέζι, που έστρωνε η οικογένεια της μνηστής, έπρεπε να βρίσκεται απαραίτητα και βραστή κότα. Το πίσω μέρος της, που το λέγανε κωλοβάναν, το προσφέρανε αστειευόμενοι οι συνδαιτυμόνες στο γαμπρό.
Φεύγοντας ο γαμπρός την επόμενη μέρα από το σπίτι της νύφης, έπαιρνε μαζί του και τα ακόλουθα δώρα: περικνημίδες, χρυσό δαχτυλίδι με το μονόγραμμά του, μεταξωτό υποκάμισο. ασπρόρουχα κ.ά. Ακόμα στην εβδομάδα του γάμου, γινόταν η ετοιμασία των ψαθυριών, ενός εύγευστου ζυμαρικού που το παρασκεύαζαν, με αλεύρι, βούτυρο και αυγά, εφτά πρωτοστέφανες γυναίκες κι από το οποίο την παραμονή θα έκαναν τις γαμήλιες πίτες που τις έλεγαν ψαθύρια.
Από τον ποντιακό γάμο, που διατηρούσε πολλά κοινά στοιχεία με τον αρχαίο ελληνικό, δεν ήταν δυνατόν να λείπει και το λουτρό της νύφης, κάτι που μας φέρνει στο νου το γαμήλιο λουτρό της κόρης των μυκηναϊκών χρόνων. Μέρα Σάββατο και το σπίτι της νύφης αντηχεί από τις χαρούμενες φωνές των συγγενών της που θα την οδηγήσουν στο λουτρό. Εκεί θα την λούσουν γυναίκες με πείρα, βοηθούμενες από την ιδιοκτήτρια του λουτρού. Με το τελείωμα κι αυτής της υποχρέωσης κι αφού φιλοδωρούσαν την τερλέκ’ (= ιδιοκτήτρια του λουτρού) έφευγαν για το σπίτι της νύφης. Στην ολιγάριθμη πομπή μετείχε κι ο λυράρης.
Στο σπίτι της νύφης είχαν στρωθεί τα τραπέζια με εκλεκτούς μεζέδες και φαγητά. Οι προσκεκλημένοι φίλοι και συγγενείς, με το δώρο παραμάσχαλα, γέμιζαν το νυφιάτικο σπίτι. Εκτός από το Σάββατο, ως ημέρα του γαμήλιου λουτρού θεωρούνταν η Πέμπτη, αλλά και η Παρασκευή. Η δαπάνη ενός τέτοιου λουτρού βάρυνε το νουνό ή το μέλλοντα σύζυγο ή και κάποιον Θείο της.
Την ημέρα του γάμου από το πρωί ακόμη μπαίνει σε εφαρμογή το αποδράνιγμαν (συγύρισμα). Όλα πρέπει να είναι έτοιμα προτού φτάσουν οι καλεσμένοι. Κατά το μεσημέρι κι ενώ οι καλεσμένοι τρωγόπιναν, γινόταν το ξύριγμαν τη γαμπρού με τη συνοδεία της λύρας και τη συμμετοχή στην εκδήλωση των παρανυφάδων, νεοπαντρεμένων συγγενών με τη νυφική τους στολή, που, σχηματίζοντας κύκλο γύρω από το γαμπρό, τραγουδούσαν: «Ξυρίστε ατον, στολίστε ατον, επάρτε ατον κι ας πάμε.»
Ο κουμπάρος προχωρούσε αργά στο ξύρισμα, ενώ ο ιδιαίτερος κουρέας προσποιούνταν ότι το ξυράφι δεν κόβει, θέλει ακόνισμα. Και βέβαια το ακόνισμα του ξυραφιού δεν ήταν άλλο από την αξίωση κάποιου φιλοδωρήματος. Μόλις τέλειωνε το ξύρισμα, οι συγγενείς του γαμπρού σπάζανε το κάθισμα ενέργεια αποτρεπτική επανάληψης γάμου. Στη συνέχεια ο κουμπάρος έδενε την κουκούλα επιδεικτικά στο κεφάλι του γαμπρού, ενώ η μητέρα του σταύρωνε στο στήθος του άσπρο μαντήλι που το έδενε κατόπιν στο δεξί του μπράτσο.
Ακολουθούσαν οι ευχές και τα δώρα των καλεσμένων, που τα διαδεχόταν το στόλιγμαν και τ’ αρμάτωμαν του γαμπρού. Στη συνέχεια ο κουμπάρος έβαζε δύο βελόνες σταυρωτά πίσω στη φόδρα (‘ς σ’ αστάρ’ τη κοντεσί). Ύστερα ξεθηκάριαζε και ξαναθηκάριαζε την κάμα (μαχαίρι) τρεις φορές, την τοποθετούσε στη ζώνη του και τον ετοίμαζε για το νυφέπαρμαν. Όλες αυτές οι ενέργειες είχαν σκοπό ν’ αποτρέψουν τα μαγείας και το δέσιμον τη γαμπρού, που, κατά την αντίληψή τους, ήταν δυνατόν να του κάνουν οι εχθροί, πράγμα που θα του αναστάτωνε τη συζυγική ζωή. Έτσι πιστεύανε ότι εξουδετέρωναν τη βλαπτική επίδραση των αόρατων μαγικών δυνάμεων.
Και ενώ αυτά συντελούνταν στο σπίτι του γαμπρού, στο σπίτι της νύφης φιληνάδες και συγγενείς της την έντυναν τραγουδώντας, της πλέκανε τα μαλλιά πλεξούδες (τα τσέμες) και την ετοίμαζαν για τη μεγάλη στιγμή.
Πλησιάζει το απόγευμα. Όλοι οι καλεσμένοι έχουν συγκεντρωθεί στην αυλή. Σε λίγο η πομπή κατευθύνεται προς το σπίτι της νύφης. Προηγείται ο λυράρης, ενώ ακούγεται το γαμήλιο τραγούδι, «ο Γιάννες ο Μονόγιαννες».
Στο νυφέπαρμαν μετέχουν όλοι, εκτός από τη μάνα του γαμπρού. Αυτή θα μείνει στο σπίτι για να υποδεχτεί το νέο ζευγάρι. Στην πρώτη σειρά της πομπής ο νέγαμον καβάλα σε κόκκινο ή άσπρο άλογο και δίπλα του οι οπλοφόροι συνοδοί, ο κουμπάρος και οι παρανυφάδες. Ακολουθούσε όλο τ’ οψίκ’ (η γαμήλια πομπή). Στη πορεία τους οι οπλοφόροι συνοδοί επιδίδονταν σε πυροβολισμούς, συμβολικό σημάδι δύναμης και επίδειξης.
Στα σταυροδρόμια, στις ρεματιές, αλλά και σε κάθε χώρο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κατοικία βλαπτικών δαιμόνων, η πομπή θα κάνει μικρή στάση και ο γαμπρός θα προσφέρει θυσία αναίμακτη στο ξωτικό, ένα κομμάτι από τη λαγάνα ή το λαβάσ’, για να το καλοπιάσει και να το εξουδετερώσει στη συνέχεια, μια ενέργεια που ανακαλεί στη μνήμη μας τα Εκαταία ή τον Εκάτης δείπνον που προσφέρονταν στην αρχαία Ελλάδα. Το ίδιο θα κάνει κι η νύφη στη διαδρομή της από το σπίτι προς την εκκλησία.
Κάποτε η γαμήλια πομπή έφτανε έξω από το σπίτι της νύφης. Εκεί ομάδα νέων εμπόδιζε την είσοδο του γαμπρού και της συνοδείας του. Όμως η ρακή και μια ψητή κότα έκαναν το θαύμα τους. Ο καβαλάρης νέγαμος πλησίαζε και σταύρωνε το σατζάκ’ της στέγης τρεις φορές με το στουράκ’. Ύστερα κατέβαινε από τ’ άλογο, έμπαινε μέσα με το δεξί, ενώ η ευτυχισμένη πεθερά του έδινε το τριγών’ συνοδεύοντάς το μ’ ένα μητρικό φιλί. Και ενώ συμβαίνουν αυτά, ο χαϊπετσής θα βάλει τα νυφαδιακά μαζί μ’ ένα ψωμί στο τραπέζι για να τα ευλογήσει ο παπάς. Ύστερα τα νυφιάτικα θα παραδοθούν στο νυφικό δωμάτιο όπου και θ’ αρχίσει το ντύσιμο. Η νύφη θα φορέσει τη ζουπούνα, το ζωνάρ’ με τα πισκούλια, το σαλβάρ’ και το κουρσίν που της έστειλε ο γαμπρός. Και καθώς άρχιζε το ντύσιμο, οι φίλες που ήταν παρούσες στο νυφικό δωμάτιο ξεσπούσαν σε σιωπηλό κλάμα μαζί της για το σκληρό χωρισμό που θα ακολουθούσε σε λίγο. Βέβαια δεν έλειπαν κι εκείνοι που θεωρούσαν προσποιητό το κλάμα της νύφης. Παράλληλα με την έναρξη του στολίσματος της νύφης, άρχιζε ο λυράρης να παίζει τη λύρα του, ενώ μια μεσόκοπη τραγουδούσε πένθιμα τους ακόλουθους στίχους:
«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρ’ ημέρα σήμερον ξεχωρίζουνταν μάνα και θεγατέρα. Φορίστε την, σκεπάστε την κι εμείς αληγορούμε Το σπί’ν ατ’ς έν’ πολλά μικρόν απέσ’ πα ‘κι χωρούμε. Φορίστε την, σκεπάστε την, επάρτε την κι ας πάμε τ’ οσπί’ν ατουν πολλά μακρά κι εμείς αργοπορούμε. Φορίστε την, σκεπάστε την, θα πάμε, αληγορούμε· τ’έμπρα τα στράτας χαίρουνταν, τ’ οπίσ’ μαραγγουλιούνε. Μη κλαις, κόρη, μη κλαις, κόρη, εφτάς κι εμέν και κλαίω·εσύ εμάς πα μ’ εντροπιάεις ας είσαι προκομέντζα.»
Κι όσο κρατούσε το ντύσιμο της νύφης, οι άλλοι το έριχναν στη διασκέδαση. Η πεθερά είχε ήδη ετοιμάσει ξεχωριστά για το γαμπρό της το φούστορον, όμως το γεύονταν οι συνοδοί του. Μόλις τέλειωνε το ντύσιμο, ο κουμπάρος φιλοδωρούσε τις κοπελιές «εδούν’νεν τα σκεπαστικά», ενώ ο γαμπρός αγωνιζόταν συμβολικά να την αποσπάσει από τα χέρια των φιληνάδων της. Σε λίγο ο λυράρης θα αρχίσει να παίζει λυπητερά τη λύρα του, τραγουδώντας παράλληλά το τραγούδι του αποχωρισμού (αγλαμά γαϊτεσί), που ήταν:
«Μη κλαις, κόρη, μη κλαις, κόρη, κι εφτάς κι εμέν και κλαίω, τ’εμόν η κάρδα γεραλούν κι αν κλαίω θα ματούται, κι αν κλαίω, κλαίω αίματα κι αν φλίβουμαι, φαρμάκα. Σαν κλαις εσύ, κλαίω κι εγώ, κλαίει κι ο κόσμος ούλος. Σκοτία εν τσαμούρα είν’ κι επάρτ’ατεν κι ελάτε. Η στράτα μουν ανήφορος, τα γόνατα μ’ κι κάμ’ νε.»

Τραγουδούσαν ακόμη, κατά την έξοδο της νύφης, ενώ ο λυράρης έπαιζε το αχπαστόν.

Παλιά, την ώρα που έφευγε η νύφη, ο γαμπρός πρόσφερε στην πεθερά ένα ασημένιο νόμισμα. Με αυτό, το σιτ παρασίν (χρήμα για το γάλα), ξοφλούσε το χρέος προς τη μάνα, που του ανέθρεψε μια τόσο εξαίρετη σύντροφο.
Γαμπρός και νύφη καβάλα στ’ άλογα όδευαν για την εκκλησία, ενώ πίσω ακολουθούσαν όλοι οι άλλοι. Προηγούνταν βέβαια οι λυράρηδες. Ο γαμόστολος έφτανε κάποτε στην εκκλησία, η μουσική διακοπτόταν κι ο παπάς ερχόταν να πάρει τους μελλόνυμφους που τους οδηγούσε στο νάρθηκα όπου και τελούσε την ιεροτελεστία των αρραβώνων. Ύστερα ακολουθούσε η στέψη.
Λίγο πριν από το χορό του Ησαΐα, ο παπάς έδινε στους νεόνυμφους να πιουν μελίγαλαν. Έδινε και στον κουμπάρο που, αφού το αποτέλειωνε, άφηνε το ποτήρι στα πόδια του γαμπρού κι εκείνος το ‘κανε κομμάτια. Σε λίγο άρχιζε ο χορός του Ησαΐα. Συγγενείς και φίλοι έραιναν το ζευγάρι και τον κουμπάρο με σιτάρι, τσεμίτσα (σταφίδες) και γροσάκια που σκοτώνονταν τα παιδάκια για να τα μαζεύουν. Φίλοι του κουμπάρου, που στέκανε πίσω του, τον σήκωναν ψηλά και του ζητούσαν να τάξει. Κι εκείνος έταζεν ατσεν έναν μουχαπέτ’(τους έταζε ένα γλέντι). Συγγενείς και φίλοι χαιρετούσαν τους νεόνυμφους κι όλοι μαζί, ακολουθώντας άλλο δρόμο πια, τραβούσαν για το σπίτι του γαμπρού.
Εκεί τους περίμενε η μάνα για να τους ράνει με σιτάρι και να τους συγχαρεί, ενώ αμέσως μετά θα προσφέρει ως δώρο στη νύφη ένα μεγάλο χάλκινο καζάνι. Άλλοτε πάλι της δώριζε μια αγελάδα. Η νύφη έμπαινε στο σπίτι με το δεξί και οδηγούνταν, χωρίς το γαμπρό, στο νυφείο, χώρισμα με περτέν. Εκεί, συντροφιά με τη δεξαμέντζαν ατ’ς και τσοι παρανυφάδες θα παρέμενε μέχρι να γίνει το αποκαμάρωμαν. Τα τραπέζια είχαν στρωθεί με καλούδια, ενώ οι προπόσεις έδιναν κι έπαιρναν. Για αρκετή ώρα ακούγονταν οι ευχές: «Φως ‘ς σ’ ομμάτα σουν»,«Καλορρίζικα! στερεωμένα τ’ ερμάτωσετεν» κ.ά. Κι ενώ αυτά συνέβαιναν, ο γαμπρός θα στείλει στα πεθερικά του τιμητική αποστολή για να πάρουν μέρος στο γλέντι. Εκείνοι δε θ’ αργήσουν να φανούν φέρνοντας μαζί τους και το σαντούκ’ τη νύφες με τα τσεχέζα τ’ς καθώς και τα προορισμένα δώρα για τους γονείς και τους συγγενείς του γαμπρού.

Σε λίγη ώρα θ’ ακολουθήσουν τα χάρτα, δηλαδή η προσφορά δώρων στη νύφη που εξακολουθούσε να παραμένει στο νυφείον, αφού προηγουμένως ο κουμπάρος σήκωνε θεαματικά την περτέν με τη μύτη της κάμας του. Πρώτος χαιρετούσε το ζευγάρι ο κουμπάρος και μετά την προσφορά του δώρου του παρακινούσε και τους άλλους με τη φράση: «Ορίστε ‘ς σην ευκήν εσουν!». Κι εκείνοι υπάκουαν και δώριζαν. Αφού τέλειωνε κι αυτό, το στρώνανε στο χορό. Εφτά αντρόγυνα, όλα μονοστέφανα και κρατώντας ένα κερί αναμμένο το κάθε ζευγάρι, σχημάτιζαν τον κύκλο του χορού. Πρώτο στη σειρά το ζευγάρι των νεόνυμφων, ύστερα του κουμπάρου και μετά τα άλλα. Προπορευόταν ο παπάς, ενώ ακουγόταν το πιο κάτω τραγούδι: «Αρχή κι όταν ευλόγιζεν Κύριος ο Χριστός μας, Βασιλέα τον Αδάμ εκ της πλευράς την Εύαν, Γυναίκα εχορήγησε σ’ αυτόν εις σάρκα μίαν. Δυνάμεις επουράνιαι παρίστανται και ψάλλουν. ΕΦτά ζευγάρια στέφανα πρέπει να ευρεθώσι. Ζευγάρι πρέπει να γενεί αυτός μετά της Εύας. Ημείς θαρρούμεν άπαντες πως είναι Θεού χάρις, Θεός που μας εχάρισε την τόσην χάριν ταύτην. Ιερείς και αρχιερείς επεύχονται και λέγουν: Κυρία Παναμώμητε, ευλόγησον τους δούλους. Λαμπαδηφόροι χαίρονται διά τούτους. Μάρτυρες και Απόστολοι επεύχονται και λέγουν: Να ζήσουν και να χαίρονται και να τεκνοποιώσι. Ξένοι και συγγενείς όλοι χαίρονται διά τούτους. Ο ουρανός αγάλλεται, οι άγγελοι χορεύουν. Προφήται κι όλοι οι άγιοι επεύχονται και λέγουν: Ρεύσον τα νάματα, Χριστέ, επί τους νεονύμφους. Σήμερον όλοι χαίρονται διά τους νεονύμφους. Τον πρώτον γάμον τίμιον τον εν Κανά τη πόλει Υμνήσωμεν τον Ιησούν διά τους νεονύμφους. Φόβος Θεού τους χορηγεί σοφίαν και υγείαν. Χαίρομεν και αγάλλομεν διά την χάριν ταύτην. Ψαλμός και ύμνοι παύουσιν, αρχίστε τους χορούς σας, Ωσάν αδέλφια αχώριστα κι ωσάν αγαπημένα.»
Το τέλος αυτού του τραγουδιού ακολουθούσε το αποκαμάρωμαν, δηλαδή τ’ αποκαλυπτήρια της νύφης, έργο του κουμπάρου και της κουμπάρας. Ύστερα ακολουθούσαν οι χοροί: διπάτ’, τικ, το μονόν και το διπλόν, η τρυγόνα, το κοδεσπενιακόν
Μαζί με τους προσκαλεσμένους ξενυχτούσαν γλεντώντας και οι νεόνυμφοι, που δεν τους επιτρεπόταν ο ύπνος το πρώτο βράδυ. Με το ξημέρωμα αποχωρούσαν όλοι οι καλεσμένοι με τη συνοδεία λύρας και τραγουδώντας.
Μια βδομάδα μετά το γάμο οι γονείς της νύφης προσκαλούσαν το ζευγάρι, τους συγγενείς του γαμπρού και τον κουμπάρο σε τραπέζι (ελάλ ‘ νυν ‘ς σ’εφτά). Ακολουθούσε ολονύχτια διασκέδαση. Σε τραπέζι καλούσε σ’ ένα από τα επόμενα Σάββατα κι ο κουμπάρος (ελάλ’ νεν ‘ς σα παιδοστρώσα)
Για εφτά μέρες μετά το γάμο η νύφη δεν έβγαινε από το σπίτι. Δεν πήγαινε ούτε στη γειτονιά, ούτε στη βρύση, ούτε σκούπιζε, μα ούτε κι έχυνε νερό έξω τα βράδια. Κι όλα αυτά για το φόβο των βλαπτικών δαιμόνων, που θα ζήλευαν την ευτυχία του νέου ζευγαριού και χαιρέκακοι θα του έκαναν κακό.
Όλο αυτό το τελετουργικό, που παρακολουθήσαμε με όση ήταν δυνατόν ακρίβεια, ίσχυε μόνο όταν οι νεόνυμφοι έρχονταν σε πρώτο γάμο. Αν ο γάμος τους ήταν δεύτερος, τότε θέση είχε μόνο η Θρησκευτική τελετή. Κάθε άλλη εκδήλωση θ’ αποτελούσε ανευλάβεια σ’ εκείνους που έφυγαν πρόωρα, χωρίς να χαρούν τα στέφανά τους.
Τέλος υπήρχε ο περιορισμός της νύφης να μη μιλάει στους γονείς του άντρα της, «να μην καλατσεύ’», «να στιμνών’», ή να «κρατεί μάχ’». Αρκετοί μελετητές είδαν στον περιορισμό αυτό μια ακόμη, κοντά στις άλλες, μορφή έκφρασης σεβασμού προς τους γεννήτορες του γαμπρού. Άλλοι πάλι, τον ερμήνευσαν ως έναν εύσχημο τρόπο αποφυγή συγκρούσεων ανάμεσα στο πλήθος των μελών της πατριαρχικής οικογένειας του Πόντου.


2 σχόλια: