Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Η Καμπάνα του Πόντου του Φίλωνα Κτενίδη

https://www.youtube.com/watch?v=v8aZ7vNDzQc 

Σκηνοθεσία επιμέλεια:
Κώστας Διαμαντίδης
Μουσική επιμέλεια:
Θεόφιλος Πουταχίδης
Ενορχήστρωση:
Σάκης Σωτηριάδης
Απαγγελία-αφήγηση:
-Σεβασμ. Μητροπολίτης Δράμας κ.κ. Παύλος
-Λογοτέχνης-Συγγραφέας Κώστας Διαμαντίδης
Τραγουδούν:
-Αλέξης Παρχαρίδης
-Πέλα Νικολαΐδου
Παραδοσιακά όργανα:
ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Θεόφιλος Πουταχίδης
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΥΡΑ
Χρήστος Ψωμιάδης
ΚΑΝΟΝΑΚΙ
Γιάννης Λαζαρίδης
ΣΑΖΙ
Σάκης Σωτηριάδης
ΓΑΒΑΛ-ΑΓΓΕΙΟ
Τάσος Ματσαρίδης
ΝΤΑΟΥΛΙ
Κώστας Φουλίδης
ΝΤΑΪΡΕΣ-ΚΡΟΥΣΤΑ
Στέλιος Μωϋσιάδης
ΖΑΡΜΠ-ΝΤΕΦΙ
Παναγιώτης Πολιτίδης
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΛΑΟΥΤΟ-ΟΥΤΙ
Γιάννης Παληός
ΚΟΝΤΡΑ ΜΠΑΣΟ
Λεβόν Γρηγοριάν

 ( 17.41 Σεβασμιότατος  Μητροπολίτης Δράμας κ.κ. Παύλος )
Θεέ μ΄δείξον τη δύναμη σ΄

Μοιρολόι Η Καμπάνα του Πόντου. Απόδοση, Αλέξης Παρχαρίδης
http://www.radiotrapezounta.com/2013/05/190513.html



Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015


Μαθήματα Ιστορίας και Κουλτούρας του Ελληνισμού της Ανατολής
(Καππαδοκίας - Μ. Ασίας – Θράκης - Πόντου)
Η Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Αθλητισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης, δια του Τμήματος Προγραμμάτων και Δια Βίου Μάθησης, σε συνεργασία με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Ποντίων Εκπαιδευτικών και την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση κύκλου διαλέξεων σχετικά με τον Ποντιακό Ελληνισμό την άνοιξη του 2014, διοργανώνει νέο κύκλο διαλέξεων με θέμα «Μαθήματα Ιστορίας και Κουλτούρας του Ελληνισμού της Ανατολής (Καππαδοκίας - Μ. Ασίας – Θράκης - Πόντου)». Οι διαλέξεις απευθύνονται σε εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Σκοπός των μαθημάτων είναι να ενισχυθεί το ιστορικό πεδίο των εκπαιδευτικών των δύο πρώτων βαθμίδων με εξειδικευμένη ιστορική γνώση, σχετικά με τον ευρύτερο Ελληνισμό, προς όφελος της παιδείας των μαθητών.
Το πρόγραμμα των διαλέξεων έχει ως εξής:
α/α
ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
ΘΕΜΑΤΑ
 
1.
 
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας
Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης
2/3/2015
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1923-2000): ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ
 
2.
 
ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ
Καθηγητής Νεοελληνικής Ιστορίας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
9/3/2015
Η ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ:
ΙΣΤΟΡΙΑ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
 
3.
 
ΝΙΚΟΣ ΙΝΤΖΕΣΙΛΟΓΛΟΥ
Καθηγητής Νομικής – Κοινωνιολογίας Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.
16/3/2015
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
 
4.
 
ΠΑΡΥΣΑΤΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγήτρια Τμήματος Αρχιτεκτόνων Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ.
30/3/2015
Η ΤΡΑΠΕΖΟΥΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
 
5.
 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ
Αναπληρωτής Καθηγητής
Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
20/4/2015
ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
 
6.
 
ΠΑΥΛΟΣ ΑΛΜΠΑΝΟΥΔΗΣ
Διδάκτωρ Γλωσσολογίας
τ. Επιστημονικός Συνεργάτης του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών Α.Π.Θ.
27/4/2015
ΓΛΩΣΣΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ & ΒΟΡΕΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ
 
7.
 
ΑΔΕΛΑ ΙΣΜΥΡΛΙΑΔΟΥ
Διδάκτωρ Ιστορίας
Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων
4/5/2015
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΠΑΓΚΕΙΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΟΡΥΤΣΑΣ & ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
 
8.
 
ΣΤΑΘΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ
Καθηγητής Ιστορίας
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
11/5/2015
ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΡΥΤΕΡΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ
«ΟΜΗΡΟΣ» & «ΚΟΣΜΟΣ»
Οι διαλέξεις θα πραγματοποιηθούν στο αμφιθέατρο του 34ου Δημοτικού Σχολείου του Δήμου Θεσσαλονίκης, οδός Αρριανού 3, και ώρες 18:00 – 20:00. Μετά την ολοκλήρωση των διαλέξεων θα χορηγηθεί βεβαίωση παρακολούθησης στους εκπαιδευτικούς που παρακολούθησαν τουλάχιστον έξι από τις οκτώ διαλέξεις.
Επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος εκ μέρους του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών έχει οριστεί ο καθηγητής Ιστορίας κος Πελαγίδης Ευστάθιος και οργανωτικός υπεύθυνος ο Β΄ Αντιπρόεδρος κος Ανθόπουλος Κωνσταντίνος.
Στο παραπάνω πρόγραμμα διαλέξεων δυνατότητα συμμετοχής θα έχουν 80 έως 100 εκπαιδευτικοί. Οι αιτήσεις συμμετοχής θα αποστέλλονται ηλεκτρονικά βάσει των οδηγιών που θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης ή αυτοπροσώπως στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Αθλητισμού, Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης, Γρ. Λαμπράκη & Κλεάνθους 57 από τη Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015, τις εργάσιμες ημέρες από ώρα 09:00 έως 14:00, έως τη συμπλήρωση του μέγιστου αριθμού συμμετεχόντων. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας και η ενημέρωση των συμμετεχόντων θα γίνει ηλεκτρονικά, την Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015. 
Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν με το Τμήμα Προγραμμάτων και Δια Βίου Μάθησης της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης και Αθλητισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης, στα τηλέφωνα 2310 841498 και 2310 841109.

Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι

(Ένα κείμενο για τους Πόντιους πρόσφυγες του '22 στη "Μητέρα-πατρίδα". Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο «Η μνήμη και το τραύμα. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη σε όλο τον κόσμο», των Γιώργου Κόκκινου, Βλάση Αγτζίδη και Έλλης Λεμονίδου, εκδόσεις «Ταξιδευτής».)

Με την έναρξη της ανταλλαγής των πληθυσμών, ως απόρροια της συνθήκης της Λωζάννης, θα αρχίσει η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, στο Βίδο, γνωστό και ως «νησί του θανάτου» στην Κέρκυρα και άλλού θα επαναληφθούν οι σκηνές του 1920. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα χάσουν τη ζωή τους στον προθάλαμο της «μητέρας-πατρίδας». Ο Κώστας Γαβριηλίδης θα γράψει: «Γεμάτη από στερήσεις η ζωή. Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καμιά. Δουλειά δεν υπήρχε πουθενά. Ζώα και γεωργικά εργαλεία για να επιδοθούμε στην καλλιέργεια δεν είχαμε… Περάσαμε μια ζωή δραματική. Ο κόσμος λιποθυμούσε από την πείνα. Τα παιδιά μας είχαν μείνει πετσί και κόκαλο…».
Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα Ανταλλάξιμα κτήματα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωμένες επιθέσεις από ομάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του κλίματος στο χωριό Ροδολείβος της Δράμας όπου φανατισμένοι ντόπιοι απειλούσαν ότι: «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων». Οι συγκρούσεις θα είναι πολλές, όπως και τα ρατσιστικά συναισθήματα, τα οποία πολλές φορές θα είναι η αιτία των επιθέσων. Χαρακτηριστική είναι η εξήγηση που δίνεται για τη δολοφονία ενός πρόσφυγα από ένα γηγενή στη Νιγρήτα Σερρών: «Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων δια την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».
Οι μεγαλύτερης έκτασης συγκρούσεις για τη νομή της ανταλλάξιμης Περιουσίας έγιναν στο Κιούπκιοϊ (νυν Πρώτη) Σερρών. Σε συζήτηση για τα επεισόδια, ο Φ. Μανουηλίδης, αρχηγός της προσφυγικής κοινοβουλευτικής ομάδας θα αναφέρει κατά τη συζήτηση που θα γίνει στη Βουλή των Ελλήνων: «Κατόπιν αιματηράς και προμελετημένης συγκρούσεως εχύθη αθώον και άφθονον αίμα, τα ατυχή δε θύματα της αδελφοκτόνου συγκρούσεως αριθμούνται κατά δεκάδας. Η υπολανθάνουσα αντιζηλία και έχθρα μεταξύ των προσφύγων και εντοπίων… εγκυμονεί κίνδυνον εξαιρετικής σοβαρότητας.» Τα γεγονότα συνέβησαν το φθινόπωρο του 1924, όταν οπλισμένες ομάδες γηγενών επιτέθηκαν στον οικισμό των προσφύγων. Ο Τύπος της εποχής αναφέρει ότι: «ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…». Αιτία ήταν η προσπάθεια των γηγενών να εκδιώξουν τους πρόσφυγες από Ανταλλάξιμα κτήματα, ώστε να τα καρπωθούν οι ίδιοι.
Ο Οδ. Λαμψίδης υπολογίζει ότι από το 1.5 εκατομμύριο προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι Πόντιοι πρόσφυγες από τον Πόντο, τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία που ήρθαν στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 400.000. Καθ’ όλη την πρώτη περίδο εγκατάστασης η θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη. Αυξήθηκε επίσης κατά πολύ το ποσοστό αυτοκτονιών. Η R. Hirschon εκτιμά ότι αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι σε μια γέννηση. Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής (Ίωνες, Πόντιοι, Καππαδόκες, Ανατολικοθρακιώτες) που εγκαθίστανται στις πόλεις, κατοικούν σε ειδικούς συνοικισμούς που ανεγείρονται με φτηνά υλικά και παρέχουν στοιχειώδεις συνθήκες διαμονής. Ειδικά στο λεκανοπέδιο θα συμβεί ο πρώτος μεγάλος κοινωνικός διαχωρισμός που θα απεικονιστεί και στο γεωγραφικό χάρτη. Οι πρόσφυγες θα εγκατασταθούν κυρίως στις γειτονιές του Πειραιά, στις περιφερειακές συνοικίες της Αθήνας και σε κάποιους οικισμούς που θα δημιουργηθούν στην Αττική (Άγιος Στέφανος, Κρυονέρι). Οι ντόπιοι θα αποσυρθούν στις δικές τους γειτονιές και συνοικίες. Η αντιπροσφυγική στάση της συντηρητικής παράταξης θα διατηρηθεί για αρκετά χρόνια μετά την Καταστροφή.
Έξι χρόνια μετά θα υπάρχουν κείμενα με τα οποία επιζητούσαν τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», τον διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους». Παράδειγμα της αντιπροσφυγικής υστερίας που διακατείχε τους φιλομοναρχικούς πολίτες ήταν τα συνθήματα που ακούστηκαν στις 9 Νοεμβρίου 1923 στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στις στήλες του Ολυμπίου Διός, όπου το χαρακτηριστικότερο ήταν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». Η στάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον αμαθή «αυτόχθονα» λαό που φανατίζεται από τους επιτήδειους μοναρχικούς πολιτικούς, αλλά χαρακτηρίζει και τη διανόηση του ελλαδικού Βασιλείου. Χαρακτηριστικές είναι οι εξάρσεις του Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα«Καθημερινή», ο οποίος ακόμη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες ως «προσφυγική αγέλη». Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλομοναρχικός εκδότης του Πρωινού Τύπου, θα απαιτήσει το 1933, στην εφημερίδα του, να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες. Ενώ ο βουλευτής Σπετσών Περικής Μπουρμπούλης θα πεί το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμιοί από σας».
Χαρακτηριστική της νοοτροπίας της ηγετικής τάξης των μοναρχικών αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα».
Ακραία εκδοχή της αντιπροσφυγικής υστερίας θα αποτελέσει η φιλοβασιλική «Μακεδονική Ένωση» του Σ. Γκοτζαμάνη, που προέρχεται από το χώρο του Λαϊκού Κόμματος. Η «Μακεδονική Ένωση» θέτει δύο στόχους: την αυτονόμηση της Μακεδονίας και την εκδίωξη των προσφύγων. Στις εκλογές του 1935 θα καταφέρει να συγκεντρώσει το 14,8% των ψήφων στην Μακεδονία. Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935 οι επιθέσεις κατά των προσφύγων οξύνονται και περιλαμβάνουν ακόμα και πυρπολήσεις προσφυγικών οικισμών. Ο εμπρησμός του προσφυγικού οικισμού του Βόλου περιγράφεται ως εξής: «Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…».
Παρότι τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν τα ραγδαία γεγονότα θα μεταβάλουν τις αντιλήψεις, εν τούτοις η πρωταρχική αντιπάθεια θα εξακολουθήσει να εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Τα παλιά εχθρικά συναισθήματα και αρνητικά στερεότυπα θα παραχωρήσουν τη θέση τους στην υποτίμηση. Στα νέα στερεότυπα, τη θέση του «τουρκόσπορου» καταλαμβάνει πλέον ο γελοιοποιημένος «Πόντιος». Ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος υποστηρίζει: «Οι ελλαδικοί νεοέλληνες δεν συμπαθούν τους πρόσφυγες. Και ακριβώς: “τα αντιποντιακά ανέκδοτα που σήμερα κυκλοφορούν, εκφράζουν (σε τελικήν ανάλυση) την αντιπάθεια των γηγενών κατά της πολυπληθέστερης προσφυγικής ομάδας που εγκαταστάθηκε στη χώρα μας…Τα αντιποντιακά ανέκδοτα αποτελούν ένα τυπικό δείγμα προφορικού ενδορατσισμού».

 

Η παιδεία στον Πόντο.
Πηγές: Αντώνιος Παυλίδης, Σχολικός Σύμβουλος, Πρόεδρος Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών
http://www.tovoion.com/products/%CE%B7%20%CE%B5%CE%BA%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7%20%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD%20%CF%80%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%20/

http://kanonidis.gr/anaskopisi-bibliou-sxoleia

http://www.pontiakilyra.gr/2015/01/blog-post_29.html

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Το μάχ’
Το έθιμο, να μη μιλάει η νεόνυμφη στα πεθερικά της για ένα χρονικό διάστημα από σεβασμό. Φράση: Η νύφε κρατεί μάχ’ = η νύφη μένει αμίλητη.
Ήταν ένα παλιό ποντιακό έθιμο πράγματι ανελεύθερο, που στόχευε να δείξει το μεγάλο σεβασμό της νύφης απέναντι στα σεβαστά μέλη της οικογένειας στην οποία ανήκε και αυτή με το γάμο της, αλλά παράλληλα ήταν και ένας τρόπος αποφυγής αντιγνωμιών, ιδιοτροπιών ή και καβγάδων με τις άλλες νύφες, που ζούσαν όλες στο ίδιο σπίτι με τα πεθερικά τους. Σε πολλά μέρη του Πόντου (Κερασούντα, Χαλδία, Σάντα, Κοτύωρα, Σούρμενα, Νικόπολη κ.α.) η νύφη όχι μόνο κατά την περίοδο του αρραβώνα ή αμέσως μετά το γάμο, αλλά και επί πολλά χρόνια μετά το γάμο κρατούσε το μάχ’ δηλαδή δεν είχε το δικαίωμα να μιλά στον πεθερά, την πεθερά και τα άλλα μέλη της οικογένειας, που ήταν μεγαλύτερα απ’ αυτήν. Το τέλος της σιωπής ερχόταν έπειτα από χρόνια και μόνο αν θα το απαιτούσαν τα πεθερικά της. Τότε η νύφη φιλούσε το χέρι του πεθερού ή της πεθεράς και εκείνοι της δώριζαν ένα φόρεμα. Από τη μέρα που η νύφη αποκτούσε το δικαίωμα να μιλάει με τον πεθερό της, τον έλεγε «πατέρα», την πεθερά της «μητέρα», τους κουνιάδους της «αφέντα», τις κουνιάδες της «κυρά», τον παππού «πάππο» και τη γιαγιά «καλομάνα». Τέλος, τα άλλα ηλικιωμένα άτομα τα ονόμαζε «θείο» ή «θεία», το νουνό «δεξάμενε» και τη νουνά «δεξαμένη».

Πηγή: http://www.e-istoria.com/po8.html
Τραγούδι: Χρύσανθος, Η νυφέ και η πεθερά 
https://www.youtube.com/watch?v=xzqbk92fP90
 
Το άρθρο στην ποντιακή διάλεκτο.

Αρσενικό άρθρο

Ενικός  αριθμός

Ονομαστική: ο
Γενική: του, τη , τση
Αιτιατική: τον

Πληθυντικός αριθμός

Ονομαστική: οι
Γενική: των, τη
Αιτιατική: τους, τσι, τοις, τοι, τσου,τσου

Θηλυκό άρθρο

Ενικός  αριθμός
Ονομαστική:η
Γενική: του, τη , τση
Αιτιατική: την

Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική: οι
Γενική: των, τη, τουν
Αιτιατική: τους, τσι, τοις, τοι, τσου,

Ουδέτερο άρθρο

Ενικός  αριθμός
Ονομαστική:το
Γενική: του, τη , τση, τουν
Αιτιατική: το

Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική: τα
Γενική: των, τη
Αιτιατική: τα


Η γενική  (τη και όχι της ) γεννήθηκε   στο θηλυκό γένος ως  αποτέλεσμα χωρισμού κατά τη συνεκφορά ονομάτων που άρχιζαν από -σ-. Επειδή λοιπόν έλεγαν της Σαλώνας, της Σαρακοστής, της σκάλας, της σοφίας κλπ νόμιζαν ότι πρόκειτο για ένα μόνο -σ- που ανήκε στο όνομα ( Σαλώνα, Σαρακοστή, σκάλα,σοφία κλπ) και έτσι δεν θα υπήρχε ανάγκη να ακούγεται στις λέξεις που δεν άρχιζαν από -σ-. π.χπ τη θάλασσας, τη κοσσάρας, τη Παρέσσας κλπ. Το τουν της γενικής του πληθυντικού προήλθε από σύμφρυση ( ανάμειξη ) του  των και του. Το τοι από το τους και οι. Το τοις από το τους και τοι. Το τοιν από φράσεις όπως " ατείν΄τοι γυναίκους ατούν αγαπούν, εκείν΄οι δεσκαλτσ ατούν τιμούν, το -ν- της αντωνυμίας μεταδόθηκε στο άρθρο τοι.




Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΓΑΜΟΣ - ΗΘΗ, ΕΘΙΜΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΧΟΡΟΙ

Οι Πόντιοι θεωρούσαν το γάμο (χαράν) από τα μεγαλύτερα μυστήρια. Τα αγόρια παντρεύονταν 18 χρονών και τα κορίτσια 15. Η επιλογή της νύφης ή του γαμπρού ήταν φροντίδα των γονέων. Η μη συγκατάθεση των γονιών οδηγούσε, συνήθως, στην απαγωγή. Τα διαζύγια και τα συνοικέσια ήταν σχεδόν άγνωστα.
H τέλεση του γάμου γινόταν από Ιανουάριο-Απόκρεω ή από τον 15-Αύγουστο έως τη νηστεία των Χριστουγέννων.
Τα έθιμα του ποντιακού γάμου ξεκινάνε με το αράεμαν δηλ. την αναζήτηση του κοριτσιού. Μετά ακολουθούσε το ψαλάφεμαν δηλ. η ζήτηση σε γάμο. Στην αρχή, δε δινόταν υπόχεση γάμου. Τα κεράσματα και οι ευχές δήλωναν τη συγκατάθεση των γονιών της νέας. Έπειτα, όριζαν και την ημέρα του αρραβώνα.
Το σουμάδεμαν ήταν ο αρραβώνας. Οι γονείς του νέου μαζί με τους συγγενείς του και τον παπά πήγαιναν στο σπίτι του κοριτσιού. Μαζί τους είχαν δυο δαχτυλίδια, το τσορέκ ή σουμαδοψώμ (το τσουρέκι) και φουντούκια καβουρδισμένα ή κουφέτα. Έπειτα γινόταν γλέντι στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης.
Τα γαμπρολάλε ήταν τα γαμπροκαλέσματα. Δύο εβδομάδες μετά τον αρραβώνα οι γονείς του κοριτσιού καλούσαν το γαμπρό. Το τραπέζι το έστρωνε και το ξέστρωνε η νύφη. Ο γαμπρός δώριζε χρυσό σταυρό στο κορίτσι. Το κορίτσι έδινε μαντίλι. Ο γαμπρός έπειτα πήγαινε στα πεθερικά, οι οποίοι τον πρόσφεραν φούστορον (ομελέτα).
Το νυφέπαρμαν (το πάρσιμο της νύφης) γινόταν το απόγευμα της Κυριακής. Οι ζιπκαλήδες πήγαιναν μπροστά από το στολισμένο αλογόκαρο, όπου ανέβαινε ο γαμπρός, η νύφη και ο κουμπάρος. Όταν πήγαιναν να πάρουν τη νύφη, έπρεπε να προσφέρουν μια ψημένη κότα ή να πληρώσει ο κουμπάρος. Ήταν συγκινητικός ο αποχωρισμός της κόρης από τη μάνα κάτω από το λυπητερό σκοπό της λύρας. Πριν την αναχώρηση για την εκκλησία η νύφη, ο γαμπρός και οι συγγενείς χόρευαν «τ’αχπαστόν». Στο δρόμο ο λυράρης έπαιζε το «τας» και χόρευαν οι χορευτές. Στην εκκλησία γινόταν τα στεφανώματα. Στο χορό του «Ησαΐα» η χαρά πλημμύριζε. Η επιστροφή από τα στεφανώματα γινόταν απ’ άλλο δρόμο. Οι γονείς του γαμπρού υποδέχονταν τη νύφη με συγκίνηση. Η νύφη έσπανε ένα πιάτο στην είσοδο του σπιτιού. Ακολουθούσε το αποκαμάρωμαν δηλ. το ξεστόλισμά της. Το γλέντι συνέχιζε με χορούς και τραγούδια.
Στο θύμισμαν χόρευαν 7 μονοστέφανα ζευγάρια και ένα άτομο (τεκ). Τα ξημερώματα της Δευτέρας τελείωνε ο γάμος με το χορό Κοτσαγγέλ. Η παρέα του γαμπρού χορεύοντας και τραγουδώντας το Κοτσαγγέλ έκλεβαν κότες, με τις οποίες γινόταν το τελευταίο φαγοπότι στο σπίτι του γαμπρού.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΓΑΜΟΥ
1.Το νυφοσκέπασμα, το ντύσιμο της νύφης.
https://www.youtube.com/watch?v=ztiC9_IpObM
2.Τη ορφανέσσας το  νυφέπαρμα, διήμερα, τριήμερα ,  το πάρσιμο της νύφης
https://www.youtube.com/watch?v=diECxY_sZ1E&list=PLmMV9acmMin60llbj6aJ-8ZBBHmwRniAg
3. Το νυφέπαρμαν
https://www.youtube.com/watch?v=AmskHORoHhM
4. Το θύμιγμαν
https://www.youtube.com/watch?v=rvbniV5aAZg
5. Το κοτσαγκέλ
https://www.youtube.com/watch?v=mkzHg07MJXY




 

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Τα παρχάρια στον Πόντο.
http://santeos.blogspot.gr/2014/01/blog-post_20.html
Η κορ επείεν σο παρχάρ
https://www.youtube.com/watch?v=Fj8RQaQHKkQ Γώγος Πετρίδης
https://www.youtube.com/watch?v=8b7B27-_YTY Χρύσανθος


Τα παρχάρια της Σαντάς

Κάθε οικογένεια διατηρούσε 2-3 αγελάδες και 1-2 μοσχάρια επειδή ο χειμώνας ήταν μακρύς και βαρύς, κάθε αγελάδα χρειαζόταν 25 φορτώματα χόρτο ή 1 τόνο περίπου. Για να εξοικονομηθεί τόση ποσότητα, έπρεπε ν' απομακρυνθούν από το χωριό οι αγελάδες επί 3 μήνες, για να μεγαλώσει το χόρτο των λιβαδιών (τσαΐρια), και να μείνουν οι γυναίκες ελεύθερες για να έχουν καιρό να θερίσουν το χόρτο να το ξεράνουν και να το μεταφέρουν στον αχυρώνα. Γι' αυτό τέλη Μαΐου ή αρχές Ιουνίου έστελναν τις αγελάδες στα παρχάρια ή στάματα.
Την ημέρα που θ' ανέβαιναν στο παρχάρι σηκώνονταν πρωί, τύλιγαν στο λαιμό των αγελάδων τα ζώσσκοινα (σχοινιά με τα οποία τα έδεναν στο σταύλο, φορτώνονταν τα απαραίτητα σύνεργα και ξεκινούσαν. Τα ζώα το διαισθάνονταν και μουγκρίζοντας τραβούσαν για το παρχάρι. Όταν έφθαναν εκεί, άφηναν τις αγελάδες να βόσκουν στην άφθονη χλόη κι αυτοί ξεφορτώvovταν κοντά στο στάβλο (μαντρίν), και άρχιζαν να το στεγάζουν, να βάλουν την πόρτα του, να το καθαρίσουν και να βοηθήσουν και την παρχαρέτσαν να τακτοποιήσει το σπίτι της (καλύβ).
Τα παρχάρια ήσαν κοιλάδες γραφικές με νερά και άφθονο χόρτο, επάνω σε οροπέδια και σε ύψος 2.000 μέτρων, ηλιόλουστα και με κλίμα λιγότερο υγρό από της Σαντάς. Η τοποθεσία τους ήταν μαγευτική με απέραντες χλοερές εκτάσεις και ανοικτό ορίζοντα. Τα γελάδια στο παρχάρι ενώνονταν και αποτελούσαν ένα μεγάλο κοπάδι μ' ένα και δύο τσσιοπάντζ (βουκόλους).
Τα παρχάρια λοιπόν ήσαν καλοκαιρινοί συνοικισμοί από καλύβες με ξερότοιχους και στεγασμένες με χαρτώματα (στενά σανιδάκια, πέταυρα), το φθινόπωρο μεταφέρονταν στο χωριό, για να μην τα κάψουν οι περαστικοί  τσοπάνηδες (προατάντ). Λίγες καλύβες (5-8) ήσαν για κατοικία ανθρώπων (καλύβια) και 30—50 για τα γελάδια (μαντρία).
Σε κάθε παρχάρι ανέβαιναν 5-8 γυναίκες (παρχαρέτσα, σταματέτσα) που περιποιούνταν τα γελάδια τα δικά τους και 30-40 ξένα (περνιάκια) με πληρωμή. Η παρχαρέτσα ήταν μεσοκαιρίτσα και συνήθως χήρα.
Κάθε οικογένεια είχε ξεχωριστό μαντρίν, όπου το βράδυ  τα γελάδια δένονταν σε πασσάλια. Την μέρα τα οδηγούσαν στη βοσκή με τα χαράματα για να προφθάσουν να χορτάσουν, γιατί  μετά τις 8 το πρωί από τον οίστρο ( βίντζον) δεν μπορούσαν να μείνουν στον ήλιο, αλλά εβιντζζιάσκουσαν, σήκωναν τις ουρές και κατέφευγαν στο παρχάρι εκεί τα έδεναν στο στάβλο, τ' άρμεγαν (πρισνάρ) στο αλμεχτέρ (κουβάς), τα έδιναν αλάτι απευθείας με το χέρι στο στόμα τους από το μαρτσούφ (πέτσινη θήκη για τ’ αλάτι) που το είχαν κρεμασμένο οι παρχαρέτσες στο λαιμό τους. Το απόγευμα πάλι, όταν έγερνε ό ήλιος προς τη δύση, τα έβγαζαν στη βοσκή.
Όταν μια αγελάδα βρισκόταν σε οργασμό ή όπως έλεγαν «έρχονταν " σα βούδια" την κυνηγούσαν οι ταύροι του κοπαδιού και αναγκάζονταν να καταφύγει στο παρχάρι όπου την ακολουθούσαν και οι ταύροι. Εκεί οι ρομάνες κρατούσαν μόνο τον ένα και έδιωχναν τους άλλους, αφού δε γινόταν η επίβαση (έπατίουτον) την έδεναν στο στάβλο. Η καλύβα της παρχαρέτσας ήταν τετραγωνική 5X5 ή 5X6. Γύρω γύρω στους τοίχους είχε 2 χοντρά ξύλα (γαλοστάτες) με απόσταση ανάμεσά τους 30—40 πόντους και 80 πόντους ψηλότερα από το έδαφος· επάνω στις γαλοστάτες τοποθετούσαν μεγάλες μονοκόμματες λεκάνες ή τενεκεδένιες, όχι βαθιές (καρσάνια) 2 ή 3 για κάθε οικογένεια. Στα καρσάννια αυτά έβαζαν το γάλα για να θογαλίζ'  δηλ. να βγει στην επιφάνεια το ανθόγαλα, που μετά μια ή δύο μέρες ανάλογα με την κατάσταση της ατμόσφαιρας (ζέστη, κρύο, άνεμος το μάζευαν (επεθογάλιζαν) με το κενές, μονοκόμματη ξύλινη κουτάλα  με πυθμένα επίπεδο, παραπλήσιο με τα χωνιά που χρησιμοποιούν οι μπακάληδες για να βάλουν στις χαρτοσακούλες τη ζάχαρη, το ρύζι κ.λ.π., και το έβαζαν (το ανθόγαλα) στο βαρέλι της οικογένειας, που ήταν τοποθετημένο κάτω από τα καρσάνια της ίδιας και ονομαζόταν θογαλοβάρελον.
Παραδοσιακή ενδυμασία Σανταίας

Μετά μια ή δυο βδομάδες, ανάλογα με το ποσό της κρέμας (ανθόγαλα)  που μαζεύτηκε, εντούναν το θόγαλαν δηλ. έβαζαν την κρέμα μέσα σε ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, σαν στενόμακρο βαρέλι μάκρους 1.50 μέτρου και διαμέτρου 40 πόντων, με άνοιγμα στη μέση που έκλεινε με ξύλινο πώμα(κι ένα κομμάτι πανί για να κλείνει καλά). Είχε και δύο χερούλια στις άκρες και ονομαζόταν ξελάγγ' ή ρδουβάν  (βουτυρόκαδος). Μερικά ξυλάγγια δεν είχαν χερούλια, αλλά βέργα λεπτοκαρυάς  τυλιγμένη στις δύο άκρες , για να χρησιμοποιείται σαν χερούλι , αλλά και για να σφίγγει το ξυλάγγ, όπως ανάλογες βέργες στα βαρέλια.
Κρεμούσαν το ξυλάγγ από τη στέγη μιας καλύβας και προτιμότερο ενός στάβλου με σχοινιά από τις δύο άκρες. Δύο άνθρωποι καθισμένοι  σε χαμηλά σκαμνιά και κρατώντας από τη μια άκρη ο ένας και από την άλλη ο άλλος τον έσπρωχναν δυνατά, το τίναζαν μπροστά και πίσω. 
Με το τίναγμα αυτό, που διαρκούσε 10 λεπτά και περισσότερο (ανάλογα με το κρύο ή θερμό νερό που πρόσθεταν και την ιδιαίτερη σύσταση του κάθε γάλατος) χωριζόταν το βούτυρο από την κρέμα και άρχιζε να μαζεύεται (εκωφούτον το ξυλάγγ)· ύστερα από λίγο πρόσθεταν κρύο νερό από τη βρύση και τίναζαν το ξυλάγγ μερικές φορές ακόμα, για να γίνει το βούτυρο σφιχτό. 
Εάν από απροσεξία πρόσθεταν στην αρχή θερμό νερό, το βούτυρο γινόταν λυτιάρ δηλ. χαλαρό. Αφαιρούσαν το βούτυρο  από το ξυλάγγ, το τοποθετούσαν μέσα σε καρσάν και το μετέφεραν κοντά στη βρύση, όπου το έπλυναν πολλές φορές, για να φύγει το τάν. Το αλάτιζαν και το έβαζαν στο βαρέλι της οικογένειας  (βουτουροβάρελον). 
Στη συνέχεια το βούτυρο το έβγαζαν πάντοτε από το ανθόγαλα και ποτέ από το γιαούρτι, όπως έκαμναν αλλού. Ήταν εξαιρετικής ποιότητας από ιδιαίτερα χόρτα πού έβοσκαν τα γελάδια ( τζούντζούνας), προπάντων δε των μηνών Μαΐου και Ιουνίου (Καλομηνές και Κερασουνές βούτορον), γιατί τους μήνες αυτούς είχε πάρα πολλά λουλούδια, από  οποία το βούτυρο έπαιρνε ιδιαίτερο χρώμα και νοστιμάδα.
Το υπόλοιπο περιεχόμενο του ξυλαγγί (θογαλότανον) τό έβραζαν  (ετσσιοκάρευναν άτο) και το ανακάτωναν με το μιντζίν, ονομαζόταν μιντζζιαστόν.
Στο γάλα πού έμενε μετά την αφαίρεση της κρέμας και που δεν ήταν ολότελα (γιατί στη Σάντα λίγες ήσαν οι ζεστές ημέρες, οι περισσότερες δε ήσαν υγρές και ψυχρές κατά τις οποίες το γάλα 'κί θογαλίζ), αφού το ζέσταναν λίγο πρόσθεταν πιτύδ (πιτυά) που παρασκεύαζε κάθε οικογένεια από τα μοσχάρια που έσφαζαν, για να γίνει το γάλα τυρί. Μετά μια ώρα ή και περισσότερο μάζευαν με το χέρι το τυρί και του έδιναν το σχήμα της πλάκας (άπάλ)' περίμεναν 2—4 μέρες να ωριμάσουν τ' απάλια, τα έβαζαν σε καζάνι με πολύ λίγο νερό για να ζεσταθούν. Έπρεπε συνεχώς να τα ανακατώνουν, για να ζεσταθούν εξ ίσου όλα, οπότε ενώνονταν και έκαμναν μια μάζα· την έβγαζαν κι έτσι ζεστή τη χώριζαν με τα δάχτυλα σε λεπτές και στενές λουρίδες, κι αυτό ήταν το μιντζίν.
 Το αλάτιζαν, το ανακάτωναν με ντζζιαστόν και το έβαζαν στο μιντζοβάρελον πατετά, ή σε κοβλάκ (κυλινδρικό ξύλινο δοχείο), για να χρησιμοποιείται ως προσφάγι (σουφάϊ) ή για μιντζοφάϊ κατά το χειμώνα, οπότε οι αγελάδες δεν έδιναν γάλα- στο μιντζίν ανακάτωναν και μικρά κομμάτια ώριμου τυριού πού ονομάζονταν ογμά.
Το στόμιο τού βαρελιού ή του κοβλακί το βούλωναν με ύλιστόν για να μη αερίζεται το εσωτερικό και μουχλιάσει, μερικοί δε αναποδογύριζαν το βαρέλι ή το κοβλάκ, για να φύγει και η παραμικρή ακόμα ποσότητα υγρού , που μπορούσε να έχει το μιντζίν,
Αν όμως δεν ήθελαν να κάνουν μιντζίν, έβραζαν το γάλα, το κατέβαζαν από τη φωτιά και περίμεναν να κατεβεί ή θερμοκρασία του στους 45—50 βαθμούς. Έπαιρναν λίγο γιαούρτι το ανακάτευαν με λίγο γάλα και φρόντιζαν να γίνει ισομερές δηλ. να μη είναι αλλού αραιό και αλλού πυκνό (κόλισμαν) το έχυναν στο γάλα και το ανακάτωναν, το τύλιγαν με μάλλινο ύφασμα για να μην κρυώσει και εμποδιστεί το πήξιμο. Μετά 4—5 ώρες το γάλα αυτό έπηζε και γινόταν γιαούρτι (μαντζούρα), το έριχναν σε πάνινο σακούλι (υλιστοσάκουλον) · τοποθετούσαν το σακούλι επάνω σε φαρδιά σανίδα πού είχε στηρίγματα (ποδάρια) και με περβάζι πού εξείχε (ύλιστοσάνιδον).  Το ελίθωναν δηλ. έβαζαν επάνω του μια πλάκα πέτρινη με λεία επιφάνεια (πλακίν) για να φύγουν τά υγρά του γιαουρτιού (τσσιουτσσιούκ).
Σαντάς Παρχάρια

Όταν στέγνωνε (ύλιζεν) ονομαζόταν ύλιστόν το έβγαζαν από το υλιστοσάκουλον, το αλάτιζαν, το ζύμωναν μέσα σε καρσάν και το μετασχημάτιζαν σε μικρούς κυλίνδρους, μεγέθους αυγού και πού ονομάζονταν τσσιορτάνια ,τα τοποθετούσαν όρθια σέ σανίδα (τσσιορτανοχάρτωμαν) γιά νά ξεραθούν στον ήλιο- τα φύλαγαν για το χειμώνα σε σακούλι (τσσιορτανοσάκουλον) ως  προσφάγι με το ψωμί, ή τα μετέβαλλαν σε τάν με τριβή σε ειδική πήλινη βαθιά πιατέλα (τσσιορτανογλύστε).
Από το ύλιστόν αυτό, που ήταν ημίπαχο έκαμναν και το σίρ· καλύτερο όμως γινόταν από γάλα παχύ, απορρωίν από το οποίο δεν αφαιρέθηκε η κρέμα: Μέσα σε μικρή σακούλα από πανί ή μέσα στο στομάχι αγελάδας που έπαιρναν μετά το σφάξιμο της, το καθάριζαν καλά (πάρκ) , το έραβαν σαν τη σακούλα , έβαζαν μέσα υλιστόν αλατισμένο, έδεναν ή έραβαν το άνοιγμα (στόμαν) και το ελίθωναν καλά , για να φύγει και το παραμικρό υγρό. Κατόπιν το τοποθετούσαν πάνω σε μια σανίδα και το έβγαζαν στον ήλιο για να ξεραθεί και να στεγανοποιηθεί, οπότε το κρεμούσαν σε μέρος που δε μπορούσε να το πλησιάσει γάτα ή σκύλος ωσότου ξεραινόταν καλά.
Μερικοί έβαζαν ύλιστόν σε μικρά κοβλάκια και το πατούσαν με το χέρι κι αυτό το κρατούσαν για το χειμώνα, άλλαζε νοστιμάδα και ονομαζόταν τσσιοκαλίκ, με αυτό δε τόνωναν την σσιρβάν (σούπα από χοντροκομμένο σιτάρι ή καλαμπόκι).
Για την περιποίηση κάθε αγελάδας η παρχαρέτσα έπαιρνε μικρό χρηματικό ποσό (αλμεχτικά) και ένα ψωμί. Εκτός από αυτά κάθε νοικοκυρά κατά τη γιορτή των Αγ. Αποστόλων (τ' 'Αε Παυλί) και της Κοίμησης της Θεοτόκου (Τη Παναΐας), που πήγαινε στο παρχάρι για να πάρει μαντζουρκόν (ύλιστόν, βούτυρο, μιντζίν), έφερνε στην παρχαρέτζα λίγα κορκότα, χορταρικά, αλεύρι καλαμποκίσιο ή φρούτα- ή παρχαρέτσα τις φίλευε με χαβίτζ (κρέμα βρασμένη, μέσα στην οποία έριχναν λίγο - λίγο καλαμποκίσιο αλεύρι), γι αυτό και ή παροιμία: 
— Σον παρχάρ έπήες;
 — Ναι 
— χαβίτζ έφαες;
 — Γιόκ 
— χά έπήες, χά κι έπήες, πού λέγεται για κείνους, που κοπιάζουν χωρίς να απολαύσουν εκείνο για τό όποιο κοπιάζουν. 
Η δουλειά της παρχαρέτσας ήταν κουραστική, γι αυτό και λίγες ήσαν εκείνες και μάλιστα χήρες, που εξασκούσαν αυτό το επάγγελμα.
Στις 29 Αυγούστου (Τ' 'Αϊ Γιαννί) ανέβαιναν στα παρχάρια όλοι που είχαν γελάδια και τα κατέβαζαν στα χωριά, καθώς και τα χαρτώματα και το μαντζουρκόν (έκατηβαίνναν άς σό στάμαν) κάποτε όμως χιόνιζε νωρίτερα στα παρχάρια, και έτσι έφευγαν πριν της ώρας τους.
Κάθε παρχάρι είχε τη νεράϊδά του, το στοιχειό του το φύλακα, την παρχαρομάναν την ώρα που έφευγαν οι παρχαρέτ τοποθετούσαν σε μια τρύπα του χοίρου μια φέτα ψωμί με βούτυρο (γαλόψωμον) για να την καλοπιάσουν, για να μην κακοκαρδίσει και τους τα κάνει στραπάτσο τον ερχόμενο χρόνο.


Κάθε ενορία είχε τά παρχάρια της, οι μεγαλύτερες μάλιστα τρία και τέσσερα. Τα παρχάρια Κωφού, Κουζού - κειλι, Τιγιόρ Άγιάννε (Καπάν) και Ούζούν - σουρτι είχαν χαρακτηριστεί ως ανήκοντα στο χαρέμι του Σουλτάνου, και τα γελάδια που έβοσκαν στα παρχάρια αυτά, πλήρωναν μικρό φόρο κατά κεφαλήν (σαΐμ). Αιφνιδιαστικά επισκέπτονταν το παρχάρι οι ενοικιαστές του φόρου (σαϊμτζζήδες) και μετρούσαν τους πασσάλους στους στάβλους αλλά οι παρχαρέτ δεν κάρφωναν πασσάλους για τα μικρά (δαμάλια), τ' άφηναν λυτά και έτσι η πονηριά κάτι είχε να ωφελήσει.
Για το μεγαλύτερο παρχάρι Σκορδέν έγιναν 9 δίκες με τους Κολοσσιαλήδες μία με τους Μεσοχωρλήδες (γύρω από τό 1850). Ο βαλής Μουχλή πασάς δικαίωσε μεν τους Σανταίους άλλα συνάμα τους συμβούλευσε να αναβάλουν τον αγώνα για ευθετώτερο καιρό έτσι έμεινε στους Τούρκους. Για τα  παρχάρια Τσαρταχλού, Κωφού ,Κουζου - κελί, Τιγιόρ - Αγιάννε και Ουζούν -σούρτι έγιναν 4 δίκες με τους Τούρκους της Κοτάρουξας και Σαμάρουξας· το Τσσιαρταχλού το έχασαν οι Σανταίοι.
Μετά το 1900 έγινε σκέψη να κάνουν δικαστικό αγώνα για το Σκορδέν , αλλά οι Πιστοφάντ ζήτησαν να το καρπωθούν μόνοι μετά τη δίκη, και έτσι η σκέψη έμεινε μόνο σκέψη.
Οσες οικογένειες είχαν πολλές γυναίκες, έστελναν τη μια από αυτές αρχές Mαΐου σέ κοντινές κοιλάδες Πουρούν, Τσσιαμουρόπα, Ανίτσσια . . . με τα γελάδια τους, έβγαιναν σό γιαζλούχ, και μετά ένα μήνα μαζί με τους γειτόνους έβγαιναν σό στάμαν.